δρακοντοέθειρα

δρακοντοέθειρα
δρᾰκοντο-έθειρα, ,
A with snaky locks,

Γοργών Orph.L.542

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δρακοντοέθειρα — δρακοντοέθειρα, η (Α) φρ. «Γοργὼν δρακοντοέθειρα» η Γοργόνα, τής οποίας τα μαλλιά μοιάζουν με φίδια …   Dictionary of Greek

  • δρακοντοέθειραν — δρακοντοέθειρα with snaky locks fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”